Apostolos Doxiadis

Spyros Tsaknias – Lexi Magazine [in Greek]

Δεκατέσσερα χρόνια μετά την μεταπολίτευση, ο Απ. Δοξιάδης, με το δεύτερο βιβλίο του, μας επαναφέρει στο κλίμα της εφτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας. Το πρώτο του βιβλίο, με τίτλο «Βίος Παράλληλος» (1985), που ο ίδιος χαρακτηρίζει «Ιστορία», δεν έτυχε να το διαβάσω. Ο «Μακαβέττας» του, ωστόσο, που ο ίδιος και πάλι αποφεύγει να το χαρακτηρίσει μυθιστόρημα, είναι από τα πιο ενδιαφέροντα και τα πιο διασκεδαστικά βιβλία που διάβασα τελευταία. Επιτέλους, κάποιος ξεφεύγει από την πεπατημένη της δραματικής θέασης μιας εποχής για να εντρυφήσει στην κωμική πλευρά της, χωρίς φυσικά να αμβλύνει ή να διασκεδάζει με τη φρίκη της. Θα τολμούσα μάλιστα να ισχυριστώ πως η διακωμώδηση των καταστάσεων οδηγεί τον αναγνώστη σε βαθύτερη συνειδητοποίηση των κινδύνων τους και των ολέθριων συνεπειών τους… Από τα λίγα βιογραφικά στοιχεία που παρατίθενται στο αυτί του βιβλίου, μαθαίνω ότι ο Δοξιάδης γεννήθηκε στην Αυστραλία και ότι σπούδασε μαθηματικά στο Παρίσι και τη Ν. Υόρκη. Το απριλιανό πραξικόπημα τον βρήκε έφηβο, δεκατεσσάρων ετών.

Θεωρώ εύρημα του συγγραφέα ην οπτική γωνία που επέλεξε. Το «κέντρο συνείδησης» του μικρού μυθιστορηματικού του σύμπαντος δεν είναι κάποιος δημοκρατικός πολίτης που υποφέρει από την δικτατορία, αλλά ένας στρατιωτικός που εισχωρεί σταδιακά στους σκοτεινούς μηχανισμούς της και τελικά προσπαθεί να τους χρησιμοποιήσει για να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του που αποχαλινώνονται καθώς προχωρεί η μύησή του στα μυστήρια των συνομωσιών. Τον Αντισυνταγματάρχη Αχιλλέα Μακαβέττα, έναν ικανό και ακέραιο – κατά τον αφηγητή – αξιωματικό, αφοσιωμένο στα καθαρώς στρατιωτικά του καθήκοντα, χωρίς πολιτικά ενδιαφέροντα, χωρίς συμμετοχή στην αρχική Επανάσταση, τον καλεί αυτοπροσώπως ο Πρόεδρος, ερήμην του Επαναστατικού Συμβουλίου, και του αναθέτει εν λευκώ την αποστολή της κατάπνιξης μιας ανταρσίας στην 7η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία, που απειλεί να κλονίσει το κύρος, αν όχι τη θέση, του ιδίου του Προέδρου. Η αποστολή αυτή, που ο Μακαβέττας, χρησιμοποιώντας «σατανικά» τεχνάσματα, θα φέρει εις πέρας με θεαματική επιτυχία, είναι και η μύησή του στο φαύλο κύκλο των συνομωσιών, των δολοπλοκιών, των αμέτρητων φατριών, παραφατριών και αντιφατριών. Από κει και πέρα, η ευρηματική φαντασία του συγγραφέα οργιάζει, αλλά η οργάνωση της συναρπαστικής πλοκής είναι λογικά άψογη. Τα επεισόδια που επινοεί ενδέχεται να είναι πιθανά ή απίθανα, πλην όλα υπηρετούν τον βασικό στόχο του, που δεν είναι η διαγραφή μυθιστορηματικών χαρακτήρων με ψυχολογικό βάθος, ή η πολιτική και κοινωνική, ας πούμε, ανάλυση των καταστάσεων που παρουσιάζει, αλλά αυτή καθαυτή η γλαφυρή τους παρουσίαση και η επικίνδυνα κωμική τους υφή.

Το κωμικό και ειρωνικό αποτέλεσμα προκύπτει κυρίως από τον τρόπο και τον τόνο της αφήγησης. Ο συγγραφέας επινόησε έναν ανώνυμο αφηγητή, κάποιον αγράμματο υπαξιωματικό ή στρατιώτη, που αφηγείται με ύφος ουδέτερου και αποστασιοποιημένου χρονικογράφου. Τα δυσανάγνωστα και ανορθόγραφα χειρόγραφά του ανακαλύπτει – κατά την γνωστή και πολυχρησιμοποιημένη μέθοδο – ο συγγραφέας (για την ακρίβεια: the implied author) που, αφού τα διορθώνει, τα δημοσιεύει. Ο αφηγητής δεν εμφανίζεται πουθενά μέσα στην αφήγηση. Γνωρίζει όμως και κατοπτεύει τα πάντα, ως εάν ήταν αυτόπτης ή αυτήκοος μάρτυρας. Η παντογνωσία του, ωστόσο, δε δικαιολογείται από τα πράγματα και ο συγγραφέας δεν μπαίνει στον κόπο να δώσει εξηγήσεις. Του χρειάζεται ένας αμέτοχος αφηγητής που διαθέτει το «προσόν» της σοβαροφάνειας, άκρως αναγκαίας για την επίτευξη του ζητούμενου κωμικού τόνου, και τον επιστρατεύει χωρίς αμηχανία. Αμηχανία ενδέχεται να αισθάνεται ο αναγνώστης, ο οποίος είναι προετοιμασμένος να αποδεχθεί την παντογνωσία του συγγραφέα – ή μάλλον του «πνεύματος της αφήγησης», όπως θα έλεγε ο Τόμας Μαν, εφόσον ο συγγραφέας δεν παρεμβαίνει ευθέως στην διήγηση – αλλά δυσφορεί όταν αυτή αποδίδεται αναιτιολόγητα σε έναν συγκεκριμένο, έστω και ανώνυμο, αφηγητή. Αμηχανία επίσης προξενεί και η διάσταση ανάμεσα στις ιδιότητες που αποδίδει ο συγγραφέας στον αφηγητή του («ανορθόγραφος», «ολιγογράμματος υπαξιωματικός ή φαντάρος», κλπ) και στο ύφος της αφήγησης, που είναι ύφος τουλάχιστον εγγράμματου, αν όχι λόγιου ανδρός και που, φυσικά, δε δικαιολογείται από τις όποιες ορθογραφικές ή συντακτικές παρεμβάσεις του υποτιθέμενου εκδότη του. Το ευτύχημα είναι ότι η αναντιστοιχία του ύφους με τον υποθετικό αφηγητή, ο οποίος στο κάτω κάτω δεν εμφανίζεται παρά μόνο στον πρόλογο του συγγραφέα, παύει να υφίσταται σε σχέση με τα αφηγούμενες. Το ελαφρώς λόγιο και ανυποψίαστα σοβαροφανές ύφος του κατά βάθος λίαν υποψιασμένου αφηγητή εκτελεί θαυμάσια το ρόλο που, από τη φύση του ίδιου του μυθιστορήματος, καλείται να παίξει. Χαρακτηριστικός εν προκειμένω είναι ο τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής εμφανίζει τους ήρωες να δίνουν κάθε τόσο το λόγο της τιμής τους «ως άντρες και ως αξιωματικοί», όντας εξ ορισμού επίορκοι και αποφασισμένοι να τον αθετήσουν την επόμενη στιγμή. Η συνεπέστατη ασυνέπεια των χαρακτήρων δεν κλονίζει ούτε την αξιοπιστία ούτε τη σοβαροφάνεια του αφηγητή – και η ειρωνεία θριαμβεύει.

Αν η εικόνα ενός στρατού σπαρασσόμενου από τους αβυσσαλέους ανταγωνισμούς των αλληλοϋποβλεπομένων φατριών, που καθεμιά τους διεκδικεί την υπέρτατη εξουσία, και κάθε μέλος τους την απόλυτη δύναμη – ακραία διαλεκτική συνέπεια της αρχικής κατάλυσης της νομιμότητας και της ενδοστρατιωτικής πειθαρχίας – εμπεριέχει κάποιο διδακτικό πυρήνα, ο συγγραφέας πρέπει να απαλλαγεί από την ευθύνη της άμεσης ή αδιαμεσολάβητης διδακτικής πρόθεσης. Ούτε ο ίδιος, ούτε ο σκιώδης αφηγητής του παρεμβαίνουν ανοιχτά για τη διατύπωση απροκάλυπτων σχολίων. Αρκούνται στη διαγραφή σπαρταριστών σκίτσων, με καρικατουρίστικες συχνά διαστάσεις, μέσα πάντα στο σοβαροφανή τόνο του αφηγητή, που συνθέτουν μιαν αλυσίδα από ίντριγκες με λογική συνέπεια – παρά το μέχρι εξωφρενισμού απροσδόκητο ορισμένων εξελίξεων – προς τέρψιν, σε ορισμένες δε περιπτώσεις και φρονηματισμό, του αναγνώστη.

September 1, 1988: Spyros Tsaknias – Lexi Magazine

Comments are closed.